Wednesday 13 October 2010

Όταν η πόλη κοιμάται...

Τα βήματα του Πέτρου γίνονταν ολοένα και πιο γοργά. Μια τέτοια υγρή νύχτα το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει το δυνατόν συντομότερο στη θαλπωρή του σπιτιού του. Καθώς περπατούσε έριχνε κλεφτές ματιές πάνω από τον ώμο του. Τέτοιες ώρες που η πόλη ήταν έρημη από κίνηση και αυτοκίνητα είχε την αίσθηση πάντα ότι κάποιος τον ακολουθούσε. Ίσως έφταιγαν οι μικρές ειδήσεις που διάβαζε καθημερινά… τσαντάκηδες, πορτοφολάδες, διαρρήκτες καραδοκούσαν σε όλες τις γειτονιές της πόλης. Είχαν μάλιστα αποθρασυνθεί και δεν «δρούσαν» πια μόνο τα βράδια, αλλά ακόμα και μέρα-μεσημέρι!

Καθώς είχε τα χέρια του μέσα στις τσέπες του παλτού του για να τα προστατεύει από το κρύο σκέφτηκε ότι η πόλη αυτή που τόσο αγαπάει είχε αρχίσει να γίνεται αφιλόξενη. Πριν από μια δεκαετία δεν ήταν έτσι. Θυμήθηκε πως όταν γυρνούσε από τα κλαμπ και τα μπαράκια ποτέ δεν ένιωσε φόβο ό,τι ώρα κι αν ήταν. Ή ίσως ήταν η άγνοια κινδύνου λόγω του νεαρού της ηλικίας του τότε;

Οι δρόμοι ήταν υγροί από τη βροχή που είχε ρίξει νωρίτερα και τα φώτα των δρόμων αντανακλούσαν στα λιμνάζοντα νερά εδώ κι εκεί. Καθώς πλησίαζε στο σπίτι του κοντοστάθηκε σε μια κολώνα και χάζεψε μια πολυκατοικία στην απέναντι μεριά της λεωφόρου. Τέτοια ώρα τα περισσότερα φώτα ήταν σβηστά και πολλά παντζούρια κατεβασμένα. Σε δυο-τρία διαμερίσματα κάποιες τηλεοράσεις παρέμεναν αναμμένες και οι εναλλαγές των εικόνων έκαναν τα αντικείμενα μέσα στα διαμερίσματα να χορεύουν. Άραγε οι ιδιοκτήτες τους είχαν αϋπνίες, ήταν ξενύχτηδες ή απλά είχαν αποκοιμηθεί μπροστά στη μικρή οθόνη; Άλλου ένα ψυγείο άνοιγε και φάνηκε το φως της πόρτας του καθώς μια κοπέλα πήγαινε να ξεγελάσει τη δίψα της.

Ένα ψυχρό αεράκι σήκωσε τα φύλλα που ήταν πεσμένα στο πεζοδρόμιο και ο Πέτρος ένιωσε ένα ρίγος, μια ανατριχίλα. Δεν ήταν η ώρα να κάθεται να παρατηρεί τις οικοδομές. Συνέχισε την πορεία του και σε δυο λεπτά βρισκόταν στην είσοδο του σπιτιού του. Καθώς γυρνούσε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα η προσμονή του να μπει μέσα ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Με το που άνοιξε η πόρτα, η ζέστη τον πλημμύρισε και χαμογέλασε. Κρέμασε το παλτό του στην κρεμάστρα πίσω από την πόρτα και κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Στον καναπέ την είχε πάρει ο ύπνος. Την φίλησε τρυφερά στο μέτωπο, τη σήκωσε και την έβαλε στο κρεβάτι τους. Φόρεσε τις πυτζάμες του και ξάπλωσε στο πλάι της, χαμογελώντας από ευτυχία!

3 comments:

  1. Πάντα είναι γλυκιά η θαλπωρή του σπιτιού!
    Καλησπέρα Δανάη μου!

    ReplyDelete
  2. Πολύ τρυφερή ιστορία από ένα τόσο γλυκό κορίτσι!
    Συγχαρητήρια για το συγγραφικό σου ταλέντο, πραγματικά γράφεις πολύ όμορφα !!

    ReplyDelete
  3. @Σοφια:
    Σοφία μου γειά σου! Όντως σαν το σπίτι δεν έχει! Προσωπικά είμαι πολύ σπιτόγατος και περνάω υπέροχα στο σπίτι!

    @magda:
    Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια!!

    @anisixos:
    Ε οκ δεν είναι και τόσο χάλια και έξω!

    ReplyDelete